-
1 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
2 преобразователь
эл. о μετατροπέας, о μετασχηματιστής, ο μεταρρυθμιστής, ο με-ταλλακτήραςаналого-цифровой - ο ψηφιο-ποιητής, το ηλεκτρονικό κύκλωμα μετατροπής του αναλογικού σήματος σε ψηφιακόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преобразователь